- όμπυο
- τοβλ. έμπυος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όμπυο — όμπυο, το και έμπυο, το πύο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμπυος — α ο (AM ἔμπυος, ον) 1. ο γεμάτος πύον, εμπυασμένος, διαπυημένος («έμπυον τραύμα») 2. αυτός που προκαλεί πύον 3. το ουδ. ως ουσ. το έμπυον και όμπυο το πύον … Dictionary of Greek
έμπυο — έμπυο, το και όμπυο, το το πύο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πύο — το υγρό υποκίτρινο, παχύρρευστο που σχηματίζεται σε περιοχές φλεγμονής, έμπυο, όμπυο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)